- ανδρηλάτης
- ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνδρηλάται — ἀνδρηλάτης he that drives one from his home masc nom/voc pl ἀνδρηλάτᾱͅ , ἀνδρηλάτης he that drives one from his home masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρηλάτην — ἀνδρηλάτης he that drives one from his home masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
ανδρηλατώ — ἀνδρηλατῶ, έω (Α) [ἀνδρηλάτης] διώχνω, εκτοπίζω, εξορίζω … Dictionary of Greek